φουρκάτα (η) και φουρτσέτα και φουρκατέλλα
φουρκατέλλα: μικρό συρμάτινο δίχαλο για στήριγμα των μαλλιών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φουρκάτα /ἡ/ (Ἰ. forcato) = δίχηλον, δίχαλον, δίκρανον.
Φουρκατέλλα /ἡ/ (Ἰ. forcato -ello) = συρμάτινον δίχαλον κομμώσεως, φουρκέτα, τσιμπιδάκι κομμώσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης