τραμουντάνα (η)
βόρειος άνεμος, βοριάς, αγέρας πολύ τσουχτερός. Παροιμία: “Τραμουντάνα τρέμουν όλοι / τρέμουν τα μ… κι οι κ…” [ιτ. tramontana = ο βόρειος άνεμος].
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τραμ(ου)ντάνα /ἡ/ (Ἰ. tramontana) = Βόρειος ἄνεμος, βορρᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τραμουντάνα: βόρειος ἄνεμος, (ΙΤ.tramontana).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου