καρροτσίνι (το)
τρίτροχο χειροκίνητο κάρο που το χρησιμοποιούσαν στην πόλη της Λευκάδας.
Οι πολλοί – τότε – αχθοφόροι για μεταφορές συσκευών επιβατών για τα πλοία του λιμανιού, μεταφορές λαδιών, αλευριών, δημητριακών και άλλων παντός είδους πραγμάτων. Το καροτσίνι εκάλυπτε μεγάλες μεταφορικές ανάγκες. Σήμερα δεν απόμειναν παρά 2-3 περαπεταμένα και αχρησιμοποίητα πλέον. Ένα μόνο κάνει την εμφάνισή του, εποχικά, το χειμώνα με τις λούφες και τα παπιά και το καλοκαίρι με τα χλωρά ρεβίθια. “Έχω λούφεεεεεες …” – “Γ΄λό ρεβίθι γλόο…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρροτσίνι /τὸ/ (Ἰ. carrozzino) = χειραμάξιον ἀχθοφόρου (τρίτροχον).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης