Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τακαδοῦρα

Τακαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. tacca-onare) = ἡ ἕνωσις (συρραφὴ) ἑκάστου τύπου ἐκ τῶν δικτύων τῆς τράτας (μόδαλο) μετὰ τοῦ ἑπομένου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.