Μπεκαφί(γ)ο 23 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπεκαφίγο /τὸ/ (Ἰ. beccafico) = τὸ μικρὸν πτηνὸν συκαλίς, συκοφάγος. Μπεκαφίο