σπληνιάζω – σπληνιασμένος
νευριάζω, είμαι ευερέθιστος, σπληνιάρης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπληνιάζω (σπληνιάω) = πάσχω τὸν σπλῆνα, ἐρεθίζομαι, νευριάζω.
Σπλήνιαρ(η)ς –άρα (σπληνιάω) = σπληνοπαθής, εὐερέθιστος, νευρικός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από τη σπλήνα, που κάνει τον άνθρωπο υποχονδριακό, δύσθυμο, μελαγχολικό, και υπερβολικά γκρινιάρη – θυμώδη.
Στο χωριό “τι σπληνιάζεις μωρέ;”
Και μετοχή σπληνιασμένος, χαρακτηρισμός του θυμώδη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης