Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπληνιάζω – σπληνιασμένος

νευριάζω, είμαι ευερέθιστος, σπληνιάρης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπληνιάζω (σπληνιάω) = πάσχω τὸν σπλῆνα, ἐρεθίζομαι, νευριάζω.

Σπλήνιαρ(η)ς –άρα (σπληνιάω) = σπληνοπαθής, εὐερέθιστος, νευρικός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Από τη σπλήνα, που κάνει τον άνθρωπο υποχονδριακό, δύσθυμο, μελαγχολικό, και υπερβολικά γκρινιάρη – θυμώδη.
Στο χωριό “τι σπληνιάζεις μωρέ;”
Και μετοχή σπληνιασμένος, χαρακτηρισμός  του θυμώδη.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.