σπαβέντο (το)
απότομος φόβος, απρόσμενη λαχτάρα: λέγεται και σπαβεντάρισμα.
“Τέτοιο σπαβεντάρισμα δεν το πάντεχα” – “εσπαβεντάρ΄σε το καημένο το παιδί απ΄τον σεισμό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπαβέντο /τὸ/ (Ἰ. spavento) = τρόμος, κατάπληξις, αἰφνιδιασμός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης