Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζαμπαρούχι (το)

συνάχι ακατάσχετο με πολλά φταρνίσματα – “Μ΄ έπιασε ζαμπαρούχι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζαμπαρόχ(ι) /τὸ/ (ζαμενάω-ὴς -ρόγχος, Τ.  shέb-ρέγκ) = καταρροὴ τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων, συνάχι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.