σουρουκλεμὲς 30 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σουρουκλεμὲς /ὁ/ (Τ. σuρuγκλεμὲκ) = ἄβουλος, ὑποχείριος, ἀνυπόληπτος, ἀλήτης.