κεφαλόσκαλο (το)
το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας, κυρίως της εξωτερικής, πέτρινης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
κεφαλόσκαλο (τό): τό ὑψηλότερο σκαλοπάτι τῆς σκάλας.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας, κυρίως της εξωτερικής, πέτρινης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
κεφαλόσκαλο (τό): τό ὑψηλότερο σκαλοπάτι τῆς σκάλας.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου