σιδερωτό
σιδερωτό ή ξυλωτό. Παιδικό παιχνίδι της πόλης της Λευκάδας κυρίως.
Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες και έπιανε τη θέση της η κάθε ομάδα σε αρκετή απόσταση από την άλλη. Έβγαινε ένας από τη μια πλευρά και οι πιο γλήγοροι της άλλης τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν, προτού αυτός πιάσει σίδερο ή ξύλο. Το ίδιο συνέβαινε και με τον παίχτη της άλλης ομάδας. Όποιος δεν πρόγταινε να πιάσει σίδερο ή ξύλο και τον έπιαναν οι αντίπαλοί του, έχανε και μαζί μ΄ αυτόν και η ομάδα του.
Αυτό συμφωνούνταν από την αρχή: “σιδερωτό θα παίξομε ή ξυλωτό;” ρωτούσαν.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη