κουρούπι (το)
μεγενθυντ. του κουρούπα = πήλινος κουμπαράς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)ροῦπι /τὸ/ (κορύπτω, Λ. corrompere) = πήλινος κουμπαρᾶς, ἄνθρωπος κρυψίνους καὶ δόλιος: «ξέρς’ τὶ κροῦπ’ εἶν’ εὐτός;».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο παλιός πήλινος κουμπαράς που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον ασφαλή μεταλλικό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Πιθανή -κατά τα λεξικά- ετυμολογία από την αρχαία λέξη κορύπη, πήλινο δοχείο. Ο Φιλίντας (Γ΄/8) λέγει: Η κορύπη, το κουρούπη είναι το πιθάρι.
Ο Κοντομίχης μας θυμίζει και το “κρούπα” με τις γνωστές φράσεις-έννοιες. “Η λαγήνα έγινε κρούπα” (έσπασε, έγινε κομμάτια,), αλλά και “είμαι κρούπα (τύφλα) στο μεθύσι”. Ακόμα: “μ΄ έπιασε κρούπα” (ευκοιλιότητα).
Ο Ανδριώτης ετυμολογεί: είδος δοχείου (πήλινου), το μεσαιωνικό κορύπιον, αρχαία κορύπη (λέξεις αμφισβητούμενες).
Κατά τον Φιλίντα, πιθάρι, με το οποίο μοιάζει ο πήλινος κουμπαράς με τη σχισμή για τα κέρματα.
Ο Δημητράκος προσθέτει επεξηγηματικά πως η βάση μιας σπασμένης στάμνας χρησίμευε για να πίνουν νερό οι κότες (κορύτος)
Ως προς τη λαγήνα που έσπασε, ο Σταματάκος τη λέξη “κορύπη”, κορύπιον, ερμηνεύει ως “υπόλειμμα υδρίας θραυσθείσης”. Ένα κομμάτι σπασμένο λαγήνι, βαθουλωτό χρησιμοποιείται, θυμίζει ο Σταματάκος, να πίνουν νερό οι κότες.
Στο χωριό βάζουμε κι ένα -σ- και κάνουμε τη λέξη (σ)κρούπα.
Σημείωση: η λέξη κορύπη κατά το λεξικό Φυτράκη είναι αμάρτυρος τύπος. Αυτό για τους ειδικούς.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης