ἀητός
Ἀητὸς § ἀετός. Π. Σήμερα ᾿στεφανώθηκε Ἀητὸς τὴν Περιστέρα.
Σημ. Καὶ οἱ δύο τύποι ἀρχαιότατοι. Ὁ Βυζ. μόνον τὸν β΄ τύπον σημειοῖ.
βλ. και αετός (ο)
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος αητός δεν είναι αρχαίος, αλλά προκύπτει από ημιφωνοποίηση του /i/: [aeꞌtos] > [aiꞌtos]
(Π.Γ. Κριμπάς)