σαστικός -κιά
ο αρραβωνιαστικός, η αρραβωνιαστικιά
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαστ(ι)κὸς -κιὰ (ἴσος, ἰσάζω) = μνηστήρ, ἀρραβωνιαστικὸς -ιά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο μνηστήρας.
Από το ρήμα σάζω, δηλαδή σίάζω (από το αρχαίο ισιάζω). “Τα σιάξανε”, δηλ. τα φτιάξανε ή επί των γονέων, συνεφώνησαν να τους παντρέψουν . Από δω το σαστικός και σαστικιά (λεξικό Σταματάκου και Ανδριώτη).
Δεν φαίνεται να σχετίζεται με το τουρκικό sastim, σαστίζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σαστικός = ὁ μνηστῆρας, ἀρραβωνιαστικός.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής