ρονιά (η)
οι σταλαματιές νερού που κυλάνε από τα κεραμίδια.
φράσεις: “κάποια ρονιά στάζει από το ταβάνι” – “οι ρονιές κατεβάζουν νερό ποτάμι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρονιὰ /ἡ/ (ρέω, ροή, ρανὶς) = ὁ σταλαγμὸς ἑκάστου κεράμου τῆς στέγης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρονιά (ἡ): τό νερό πού πέφτει ἀπό τήν στέγη, ἡ ὑδρορροή (ΑΡΧ. ἐκ τοῦ ρέω, ρανίς).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου