Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρονιά (η)

οι σταλαματιές νερού που κυλάνε από τα κεραμίδια.
φράσεις: “κάποια ρονιά στάζει από το ταβάνι” – “οι ρονιές κατεβάζουν νερό ποτάμι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρονιὰ /ἡ/ (ρέω, ροή, ρανὶς) = ὁ σταλαγμὸς ἑκάστου κεράμου τῆς στέγης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρονιά (ἡ): τό νερό πού πέφτει ἀπό τήν στέγη, ἡ ὑδρορροή (ΑΡΧ. ἐκ τοῦ ρέω, ρανίς).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.