μποτιάζω
Μποτιάζω (Ἰ. buturo -are) = μουντώνω, λερώνομαι, λυγδώνομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
λερώνω κιτρινίζω (για λευκό ύφασμα)
Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μποτιάζω (Ἰ. buturo -are) = μουντώνω, λερώνομαι, λυγδώνομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
λερώνω κιτρινίζω (για λευκό ύφασμα)
Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου