Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρομπόλι (το)

μικρό πήλινο αγγείο, που μοιάζει με τον μπότη και βάνουν κυρίως λάδι ή κρασί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρομπόλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. ribollo) = πήλινον ὑδροδοχεῖον μὲ στενὸν στόμιον, κανάτι, μπότης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ρομπόλι = σταμνί.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ῥομπόλι ῥομβοειδὲς ἀγγεῖον δι᾿ οὗ πίνουσι.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Ῥομπόλλι § ἀγγεῖον πήλινον διὰ οἶνον ἢ ἔλαιον ὅμοιον μὲ τὸν ὀμπότην (ἰδ. τὴν λ.).

Σημ. μὴ ἆρά γε ἐκ τοῦ ῥόμβος (μβ = μπ) ῥομβόλλιον = ῥομπόλιον (Σύλλ. 38)· ἢ μᾶλλον ἐκ τοῦ ὀμπότης· ὀμποτύλλιον, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ῥομποτύλλιον, κατὰ τὰ ῥόζος, ὄζος, καὶ συγκοπῇ ῥομπόλλιον;

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.