πρίμος -α -ο 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πρίμος -α -ο (Ἰ. primo) = πρῶτος, πρωταγωνιστής, ὐψίφωνος. (βλ. λ. πρύμος).