καταψά (η)
καταποσά, γουλιά: “δώσ΄μου μια γουλιά νερό γιατί κάηκα” – “φκιάσε μου μια καταψά καφέ” ή “φκιάσε μου μια καταψά φαρμάκι”) φαρμάκι ή φαρμακλίδι λένε στο νησί τον καφέ. Ίσως γιατί τον συνδέουν με τον καφέ της παρηγοριάς σε λύπες που είναι παλιό έθιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καταψὰ /ἡ/ (κατὰ-πόσις) = ὅσον δύναταί τις νὰ καταπίη διὰ μιᾶς, γουλιά, κατάποσις. «φτιάσε μ’ νιὰ καταψὰ καφέ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Μια καταψά (ή στάλα) καφέ…”.
Εύκολο το ετυμολογεί κανείς, από το καταπίνω και με το φαινόμενο της συνίζησης, η καταψιά, σε μας καταψά. Λέγεται και ρουφηξ(ι)ά και γουλιά.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης