Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καταψά (η)

καταποσά, γουλιά: “δώσ΄μου μια γουλιά νερό γιατί κάηκα” – “φκιάσε μου μια καταψά καφέ” ή “φκιάσε μου μια καταψά φαρμάκι”) φαρμάκι ή φαρμακλίδι λένε στο νησί τον καφέ. Ίσως γιατί τον συνδέουν με τον καφέ της παρηγοριάς σε λύπες που είναι παλιό έθιμο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καταψὰ /ἡ/ (κατὰ-πόσις) = ὅσον δύναταί τις νὰ καταπίη διὰ μιᾶς, γουλιά, κατάποσις. «φτιάσε μ’ νιὰ καταψὰ καφέ».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Μια καταψά (ή στάλα) καφέ…”.
Εύκολο το ετυμολογεί κανείς, από το καταπίνω και με το φαινόμενο της συνίζησης, η καταψιά, σε μας καταψά. Λέγεται και ρουφηξ(ι)ά και γουλιά.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.