πόρτα (ἡ)
πόρτα (ἡ): θύρα, (BEN., ΙΤ. porta).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
(πόρτες χτενιού). Το διάστημα από δόντι σε δόντι στο χτένι του αργαλειού
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πόρτα (ἡ): θύρα, (BEN., ΙΤ. porta).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
(πόρτες χτενιού). Το διάστημα από δόντι σε δόντι στο χτένι του αργαλειού
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη