σταντζόλα
Σταντζόλα /ἡ/ (Ἰ. stanziale) = ὄργανον (τεμάχιον σανίδος) τῇ βοηθείᾳ τοῦ ὁποίου οἱ λεμβουργοὶ ὑπολογίζουν τὰς καμπυλότητας καὶ παρεκκλίσεις εἰς τὴν ἐργασίαν των.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σταντζόλα /ἡ/ (Ἰ. stanziale) = ὄργανον (τεμάχιον σανίδος) τῇ βοηθείᾳ τοῦ ὁποίου οἱ λεμβουργοὶ ὑπολογίζουν τὰς καμπυλότητας καὶ παρεκκλίσεις εἰς τὴν ἐργασίαν των.