ἀπολ(ει)φάδι 09 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀπολ(ει)φάδι: /τὸ/ (ἀπὸ-λείπω) = ὑπόλειμμα, κατάλοιπον, ἐλαχιστημόριον. (ἀπολειφάδι)