παραζούζ(ου)λο (το)
δύσμορφος, τιποτένιος, αποκρουστικός.
Η λέξη σχετίζεται και με τις παραδόσεις για νεράιδες και καλικάντζαρους: “Μια γριά γύριζε νύχτα από το μύλο . Κι επειδή φοβόταν τα παγανά μπήκε καβάλα στο γαϊδούρι της ανάμεσα απ΄ τα δυο τσουβάλια, τυλιγμένη μ΄ ένα σακί. Κι έλεγαν οι καλικάντζαροι, που την είδαν: ” Ε η μια μεριά, ε, και η άλλη κι αγ΄πάν΄ το αγπανωγόμπι και πίσω ο κερατάς π΄ το ΄χει”. Κατέβασαν τη γριά και την έβαλαν γυμνή στο χορό λέγοντάς της: “Πάνου μαλλιά, κάτου μαλλιά και στη μέση καρδαμούλες / Είδα ζούζλο, παραζούζλο / σαν εσένανε ζουρλόγρια / άλλο ζούζλο δε ματάειδα …”.
Η λέξη αποτελεί βρισιά: “Δεν ντρέπεσαι, μωρέ παραζούζ΄λο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραζούζουλο /τὸ/ (παρὰ-ζαλόεις, Σλ. zούzελy) = δύσμορφος, δυσειδής, ἀποτρόπαιος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παραζούζουλο = κάτι χειρότερο τοῦ ζούζουλου, βρισιά σέ κακόμορφο καί τελείως ἀκοινώνητο ἄνθρωπο, αὐτό τό παραζούζουλο; αὐτό τό παρασάνταλο;