Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίρος ή πείρος (ο) και πύρος

το ορθότερο: πείρος: κυλινδρικό ξύλο, στο οποίο περιτυλίσουν λινάρι και μ΄ αυτό βουλώνουν τις τρύπες βαρελιών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πίρος καί πύρος /ὁ/ (πείρω, περῶ, Ἰ. pirone) = κυλινδρικὸς πασσαλίσκος διὰ τοῦ ὁποίου πωματίζεται ὀπὴ βυτίου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πίρος (ὁ): ἤ πεῖρος, ξύλινος μικρός κύλινδρος γιά πῶμα βαρε­λιῶν, Ναυτ.: ξύλινος γόμφος.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.