αποκρισάτορας (ο)
αυτός που κάνει μικρές απόκρισες, μικρά θελήματα, ο κομιστής μιας παραγγελιάς.
“Επήγε αποκρισσάτορας”.
μοιρολόι: “Καλός αποκρισάτορας πάει στον κάτω κόσμο / κι όπ΄ έχει λόγο να του πει και να του παραγγείλει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκρ(ι)σάτορας: /ὁ/ = ὁ ἐκτελεστὴς μικροεντολῶν, θελημάτων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από μοιρολόι (Μεγανήσι)
“Καλός αποκρισάτορας να πάει στον κάτου κόσμο”
Μπολίτσα στο χρόνο