πατερ(η)μός
- μικρό διάστημα χρόνου, όσο διαρκεί το “Πάτερ ημών”.
Λέμε: “δεν πας ένα πατερμό να πεις του μπάρμπα σου να έρθει να μας βοηθήσει;” – “πεταξ΄ ένα πατερμό να μας γιομίσεις τα παγούρια νερό, εκορζάξαμε“ - “πες τα πατερμά σου τώρα”, δηλ. τις δήθεν ευχές σου. – “Άρχισες τα πατερμά σου;” = τις βρισιές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πατερ(η)μὸς /ὁ/ = ὀλίγα δευτερόλεπτα χρόνου (ὅσον χρειάζεται διὰ τὴν ἀπαγγελίαν τοῦ «πάτερ ἡμῶν»), «πετάξ’ ἕναν πατερμὸ νὰ μ’ φέρς τὸ κλαδευτῆρ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης