σπετσαριό ή σπετζαριό
το φαρμακείο.
“Πάρε από το σπετζαριό το χόρτον οπού λέγεται πεπένα Φράγκικα, και Ρωμέγικα περιστερόνερο, έξη φάρδια κάντιο, να πάρεις και τρία ψαράκια, τα οποία ονομάζονται δουροί, δια εκείνον που δεν βλέπει” (Συνταγή του λαϊκογιατρού Ν. Παπδάτου από το Μανάσι, 1812 – ; ) (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 79/29).