γούϊ μου (επιφών.)
αλίμονο μου, ω δυστυχία μου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γούϊ μ(ου) (γόος) = οἴμοι, ἀλλοίμονό μου, δυστυχία μου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γούι ή γούι μου, ή ούι μου: το αρχαιοελληνικόν επιφώνημα οδύνης (γόος), ουαί = αλλοίμονον, λατ. vae. (Ομηρικόν Λεξ. Πανταζίδη).
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα