σπαρνάω
νοιώθω συσπάσεις παλμικές, τρομώδεις σε κάποιο μέρος του σώματός μου ή και σε ολόκληρο το σώμα μου.
Σπαρνούσε σαν το ψάρι που μόλις το έβγαλαν από τη θάλασσα” – “το μάτι μου σπαρνάει, κάποιος θα μου έρθει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπαρνάω (ἀσπαίρω -ίζω) = συσπῶμαι τρομμωδῶς, ὑφίσταμαι τρομώδεις τιναγμούς: «σπαρνάει σἂν τὸ ψάρ», «σπαρνάει τὸ μάτ’ μ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σπαρνάω § Μέσ. κινοῦμαι σπασμωδικῶς. Φ. Σπαρνάει τὸ ’μάτι μου = ὀφθαλμός μου ἅλλεται (Θεόκρ. εἰδ. γ’) (σπαράω, σαρνάω).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου