Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπαρνάω

νοιώθω συσπάσεις παλμικές, τρομώδεις σε κάποιο μέρος του σώματός μου ή και σε ολόκληρο το σώμα μου.
Σπαρνούσε σαν το ψάρι που μόλις το έβγαλαν από τη θάλασσα” – “το μάτι μου σπαρνάει, κάποιος θα μου έρθει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπαρνάω (ἀσπαίρω -ίζω) = συσπῶμαι τρομμωδῶς, ὑφίσταμαι τρομώδεις τιναγμούς: «σπαρνάει σἂν τὸ ψάρ», «σπαρνάει τὸ μάτ’ μ».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σπαρνάω § Μέσ. κινοῦμαι σπασμωδικῶς. Φ. Σπαρνάει τὸ ’μάτι μου = ὀφθαλμός μου ἅλλεται (Θεόκρ. εἰδ. γ’) (σπαράω, σαρνάω).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.