περ(ου)νιὰ 02 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Περ(ου)νιὰ /ἡ/ (πείρω, περόνη) = ποσότης φαγητοῦ ὅσην ἐγείρει τὸ πηροῦνι.