ξετιμώνω και ξετιμάω
- εκτιμώ την αξία κάποιου αντικειμένου ή κάποιου ποσού της καρποφορίας, κατά προσέγγιση.
- σχολιάζω με διάθεση κουτσομπολιού το ντύσιμο, το νοικοκυριό ή τη συμπεριφορά κάποιου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξετ(ι)μώνω = ἐκτιμῶ, ὑπολογίζω τὴν ἀξίαν, καρποφορίαν κ.τ.τ., σταθμίζω τὰ προτερήματα ἢ ἐλαττώματά τινος κατασκοπευτικῶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εκτιμώ. Εδώ σχολιάζω με διάθεση κουτσομπολιού. (Κοντομίχης). Λέμε συνήθως: “Εκεί που πήγε (για γυναίκες ιδίως) την ξετμώσανε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ξετιμάω καί ξετιμώνω = ἐκτιμῶ, ξετίμησε τή ζημιά (ἐκτίμησε τή ζημιά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ξετ’μώνω= ξετιμώνω (εκ+τιμάω-ώ) = δίνω τιμή, εξ ου και ξετ(ι)μωτής = ο εκτιμητής, ο καθορίζων το τίμημα συνήθως επί καρποφορίας ελαιών.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα