μονιά (η)
η φωλιά των αγριμιών, της αλεπούς, του τσακαλιού, του λύκου κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονιὰ /ἡ/ (μονία, μονηὶς) = τὸ ἀτομικὸν καταφύγιον ἀγριμαίου, ἡ ἀτομικὴ φωλεὰ θηράματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
«Μὲς στὴ μονιὰ τοῦ λύκου» (σελ 160 Αθ. Διάκος ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ)
Μονιὰ ἐπί τετραπόδων ζῷων. Φωλεά ἐπί πτηνῶν.
Ὅθεν μονιὰς ὁ λαγωός, ὁ λύκος, ὁ ἀγριόχοιρος ἢ ἄλλο τι τῶν θηρίων ἐκ γήρατος ἢ χαρακτῆρος ἀγρίου μὴ στέργοντος τὴν μετὰ τῶν ὁμοφύλων συμβίωσιν.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο