αναδεξ(ι)μ(ν)ιός -ά
ο βαφτιστικός, ο αναδεκτός: “Τον έχω βαφτίσει” – “Του έβαλα το μύρο”. (αναδεξιμνιός)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναδεξ(ι)μ(ν)ιὸς -ὰ: (ἀνὰ-δέχομαι) = ἀναδεκτός, βαφτισιμιός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και αναδεξ’πνιός, ο, αναδεξ’πνιά, η