αγανιάζω
βγάνω αγάνια, αθέρα (βλ. αγάνι).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αγάνι (βλ.λ.) + -ιάζ-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων)
(Π.Γ. Κριμπάς)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!