μεστούρα (η)
κράμα διαφόρων υγρών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μεστοῦρα /ἡ/ (Ἰ. mestura, mistura) = ἀνάμιξις, προϊὸν ἀναμίξεως, κρᾶμα (ἐπὶ ὑγρῶν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κράμα διαφόρων υγρών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μεστοῦρα /ἡ/ (Ἰ. mestura, mistura) = ἀνάμιξις, προϊὸν ἀναμίξεως, κρᾶμα (ἐπὶ ὑγρῶν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης