αξαίνω
αυξάνω, μεγαλώνω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀξαίνω: (ἀέξω, αὐξάνω) = μεγαλώνω, ἀναπτύσσομαι, ἀνυψοῦμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αυξάνω, μεγαλώνω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀξαίνω: (ἀέξω, αὐξάνω) = μεγαλώνω, ἀναπτύσσομαι, ἀνυψοῦμαι.