μάτσο(υ)-ἄει 18 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μάτσου-ἄει (Ἀλ. μάzgγ, μάzgου-ἄγε) = παρακέλευσις πρὸς ἡμίονον. βλ. και μάτσουμ