πατίκι
Πατίκι /τὸ/ (πατέω -ῶ) = παλαιὸν ὑπόδημα πεπατημένον εἰς τὸ ὀπίσθιον μέρος, ἐμβάς, ἶχνος πατήματος. «τοῦ μπῆκε στὰ πατίκια» = τὸν καταδιώκει ἢ τὸν παρακολουθεῖ κατὰ πόδας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πατίκι = βῆμα, ἀπό κοντά, τόν πάει στό πατίκι (τόν πάει κατά βῆμα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής