Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατίκι

Πατίκι /τὸ/ (πατέω -ῶ) = παλαιὸν ὑπόδημα πεπατημένον εἰς τὸ ὀπίσθιον μέρος, ἐμβάς, ἶχνος πατήματος. «τοῦ μπῆκε στὰ πατίκια» = τὸν καταδιώκει ἢ τὸν παρακολουθεῖ κατὰ πόδας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Πατίκι = βῆμα, ἀπό κοντά, τόν πάει στό πατίκι (τόν πάει κατά βῆμα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.