μασκαλίδι (το)
τα δυο τετράγωνα κομμάτια υφάσματος, που έραβαν κάτω απ΄ τις μασχάλες στα γυναικεία πουκάμισα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μασκαλίδι = ξεμασχαλισμένο κλαδί ἀπό δέντρο τραβηγμένο βίαια ἀπό χέρι, ἤ ἀέρα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής