μάντολα (η)
αμύγδαλο ψημένο με λιωμένη ζάχαρη (καραμέλα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάντολα /ἡ/ (Ἰ. mandorla) = ἀμύγδαλο ψημένο μὲ καραμέλλαν ζακχάρεως, μπραλίνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αμύγδαλο ψημένο με λιωμένη ζάχαρη (καραμέλα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάντολα /ἡ/ (Ἰ. mandorla) = ἀμύγδαλο ψημένο μὲ καραμέλλαν ζακχάρεως, μπραλίνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης