λογύρι (το)
συνήθως λέμε τα λογύρια = οι μικροδουλειές, τα μικροσυγυρίσματα του σπιτιού.
φράση: “Έχω ένα σωρό λογύρια να κάνω¨.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λογῦρι /τὸ/ («λογυρίζω») = ἡ διαρκὴς περιφορὰ πρὸς ἐργασίαν, ἡ λόγῳ ἐργασίας ἀλλαγὴ θέσεων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης