ἀλλαξομουσουδιάζω
Ἀλλαξομ(ου)σουδιάζω: (ἀλάσσω – Ἰ. muso) = μεταβάλλω ὄψιν προσώπου πρὸς τὸ χειρότερον.
Ἀλλαξομουσουδιάζω § ἀλλάζω ὄψιν, μορφὴν ἐξ ἀσθενείας ἢ κακοπαθείας. Π. Ποῦ πᾶς γαϊτάνι νὰ σαπῇς, ᾿γκόλφι μου ν᾿ ἀραχνιάσῃς, γαρούφαλλο βενέτικο ν᾿ ἀλλαξομουσουδιάσῃς;
Ετυμολογική σημείωση:
το β’ συνθετικό όχι απευθείας από το ιταλ. muso, αλλά από το ν.ελλ. μουσούδα που, με τη σειρά του, ανάγεται – σύμφωνα με τα περισσότερα ετυμολογικά λεξικά της Νεοελληνικής – στο ιταλ. muso ‘πρόσωπο ζώου ή ανθρώπου, μούρη, μούτρο’, αν και η άποψή μου είναι ότι ανάγεται σε άλλη ρομανική ποικιλία (λ.χ. καλαβρ. mussu), όπως μαρτυρεί το /s/, αντί για το /z/ του ιταλ. muso
(Π.Γ. Κριμπάς)
βλ. και αλλαξομουδιάζω