Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀλλαξομουσουδιάζω

Ἀλλαξομ(ου)σουδιάζω:  (ἀλάσσω –  Ἰ. muso) = μεταβάλλω ὄψιν προσώπου πρὸς τὸ χειρότερον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀλλαξομουσουδιάζω § ἀλλάζω ὄψιν, μορφὴν ἐξ ἀσθενείας ἢ κακοπαθείας. Π. Ποῦ πᾶς γαϊτάνι νὰ σαπῇς, ᾿γκόλφι μου ν᾿ ἀραχνιάσῃς, γαρούφαλλο βενέτικο ν᾿ ἀλλαξομουσουδιάσῃς;

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Ετυμολογική σημείωση:
το β’ συνθετικό όχι απευθείας από το ιταλ. muso, αλλά από το ν.ελλ. μουσούδα που, με τη σειρά του, ανάγεται – σύμφωνα με τα περισσότερα ετυμολογικά λεξικά της Νεοελληνικής – στο ιταλ. muso ‘πρόσωπο ζώου ή ανθρώπου, μούρη, μούτρο’, αν και η άποψή μου είναι ότι ανάγεται σε άλλη ρομανική ποικιλία (λ.χ. καλαβρ. mussu), όπως μαρτυρεί το /s/, αντί για το /z/ του ιταλ. muso

(Π.Γ. Κριμπάς)


βλ. και αλλαξομουδιάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.