αμπαρώνω
τοποθετώ αμπάρα στην πόρτα μου, ασφαλίζω το σπίτι.
“Την αμπάρωσα στο σπίτι την τσούπρα, μη μου φύγει” – “Τους αμπάρωσα μέσα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπαρώνω: (Ἰ. abbarrare) = ἀσφαλίζω διὰ μοχλοῦ τὴν θύραν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης