λιαμέτ΄- λιαμέτ΄ (το)
κέρδος, δώρο, εισόδημα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιαμέτ(ι) /τὸ/ (λῆμμα-μάτιον) = δῶρον, δωροδόκημα, εἰσόδημα, κέρδος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κέρδος, δώρο, εισόδημα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιαμέτ(ι) /τὸ/ (λῆμμα-μάτιον) = δῶρον, δωροδόκημα, εἰσόδημα, κέρδος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης