Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μούντζαρο (το)

το μικρό και τιποτένιο πράγμα. Λέγεται και για τα μικρά παιδιά. “Μωρέ μούντζαρο” – “χαρά στο μούντζαρο”. Λέγεται και μούτζαρο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μού(ν)τζαρο καί μούτζαρο /τὸ/ (Τ. μουδζοὺρ) = μικρός, ἀτροφικός, εὐτελής, ἀσήμαντος, περιφρονητέος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τιποτένιο, για πέταμα.  Σχετίζεται με τη μούτζα και τη μουτζούρα, αλλά και με το μουτζώνω, τη γνωστή χειρονομία. Η αρχαία λέξη μούτζα, εκτός από την υβριστική χειρονομία, σημαίνει πρωτίστως κηλίδα, μελανιά, ασβολή (καπνιά) μαγειρείου. Επομένως το μούτζαρο είναι κάτι το ασήμαντο, το άχρηστο και δεν φαίνεται να έχει τουρκική προέλευση, όπως υποστηρίζει ο Λάζαρης.
Ενδιαφέρον είναι το του Μπαμπινιώτη, ότι δηλ. “συνήθιζαν στο Βυζάντιο να αλείφουν με ανοιχτή παλάμη γεμάτη καπνιά τα πρόσωπα ανθρώπων που διαπομπεύονταν, ενώ επί τουρκοκρατίας συνήθιζαν να αφήνουν αποτυπώματα τέτοιας παλάμης (με πίσσα) στους τοίχους οίκων ανοχής”,

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μούτζαρο = 1. περιφρονητική φράση πού θά πεῖ ἀσχημόπαιδο, ἤ ἔκτρωμα, (αὐτό εἶναι μούντζαρο, εἶναι ἀσήμαντο),
2. κάθε τό ἄχρηστο καί ἀκαλαίσθητο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.