ἀλαμπράτσο
Ἀλαμπράτσο: /ἐπίρ./ (Ἰ. al abbraccio) = ἐν ἐναγκαλισμῷ, κρατῶν ἀπὸ τοῦ βραχίονος τρυφερῶς. «τὴν πάει ἀλαμπράτσο».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. all’abbraccio (ορθή γραφή) ‘στην αγκαλιά’, ίσως και με παρετυμολογική επίδραση του μπράτσο (< braccio ‘μπράτσο, βραχίονας’, απ’ όπου και το abbracciare ‘αγκαλιάζω’ > abbraccio ‘αγκαλιά’ και ‘ασπασμός’). Είναι πιθανό επίσης να προέρχεται από το επιρρηματικοποιημένο αλά (α λα) < ιταλ. alla/βεν. a la και παιγνιώδη σύνθεση του ουσιαστικού μπράτσο με ηχητικά οικείες ιταλικές/βενετικές καταλήξεις (-άντε, -έττο), βλ. και αλαμπρατσάντε, αλαμπρατσέττο
(Π.Γ. Κριμπάς)