Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλαμπρατσάντε (επίρρ.)

αγκαζέ, όταν δύο κρατιούνται από τα χέρια ή είναι τρυφερά αγκαλιασμένοι.
“Βλέπω πάτε αλαμπρατσάντε” ή “την κράταγε αλαμπρατσάντε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλαμπρατσάντε:  /ἐπίρ./ (Ἰ. al abbraciante) = ἐνηγκαλισμένοι, κρατούμενοι διὰ τῶν βραχιόνων τρυφερῶς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


και αλά μπρατσέντε

Λάκης Μαμαλούκας


Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. all’abbracciante (ορθή γραφή) ‘αγκαλιαστά (επιρρηματική έκφραση)’, ίσως και με παρετυμολογική επίδραση του μπράτσο (< braccio ‘μπράτσο, βραχίονας’, απ’ όπου και το abbracciare ‘αγκαλιάζω’ > abbraccio ‘αγκαλιά’ και ‘ασπασμός’). Είναι πιθανό επίσης να προέρχεται από το επιρρηματικοποιημένο αλά (α λα) < ιταλ. alla/βεν. a la και παιγνιώδη σύνθεση του ουσιαστικού μπράτσο με ηχητικά οικείες ιταλικές/βενετικές καταλήξεις (-άντε, -έττο), βλ. και αλαμπρατσέττο, αλαμπράτσο. Είναι πιθανό επίσης να προέρχεται από το επιρρηματικοποιημένο αλά (α λα) < ιταλ. alla/βεν. a la και παιγνιώδη σύνθεση του ουσιαστικού μπράτσο με ηχητικά οικείες ιταλικές/βενετικές καταλήξεις (-άντε, -έττο)

(Π.Γ. Κριμπάς)


βλ. και αλαμπρετσέττο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.