Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτσ(ι)λιὰ

Κοτσ(ι)λιὰ /ἡ/ (Ἰ. concio, κοττυλοιὸς) = ὁ ρῦπος τοῦ ἀποπατήματος τῶν πουλερικῶν, ἡ κουτσουλιά. βλ. κοτσίλα
κοτσλιὰ / κοτσιλιὰ

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.