ἀκόντ(ι)κος -η -ο
Ἀκόντικος -η -ο: (Ἰ. acconto) = οἰκεῖος, φίλος, συχνάζων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από τoν εννοιολογικό συσχετισμό συναρίθμηση > συνάντηση του ιταλ. acconto + το επιθετικό επίθημα -ικος/-η/-ο, βλ.λ. ακοντάρω
(Π.Γ. Κριμπάς)