τσέρκιο
Τσέρκιο /τὸ/ (Ἰ. cerchio) = γυναικεῖον ποδῆρες φόρεμα σχηματίζον εὐρὺν κύκλον εἰς τὴν κάτω περιφέρειαν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσέρκιο /τὸ/ (Ἰ. cerchio) = γυναικεῖον ποδῆρες φόρεμα σχηματίζον εὐρὺν κύκλον εἰς τὴν κάτω περιφέρειαν.